- κλάδωμα
- το [κλαδώνω]1. το να βγάζει ένα φυτό κλαδιά, η απόκτηση κλάδων2. η τοποθέτηση μικρών κλαδιών, ιδίως από δρυ, στις κλίνες τών μεταξοσκωλήκων κατά το τελευταίο στάδιο ανάπτυξής τους, ώστε αυτοί να ανεβούν επάνω τους και να σχηματίσουν τα βομβύκια, δηλ. τα κουκούλια.
Dictionary of Greek. 2013.